- αναθάρρηση
- η (ΑΜ ἀναθάρρησις και -θάρσησις) απόκτηση ή ανάκτηση θάρρους, εμψύχωση, ενθάρρυνση.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ.-μσν. τ. ἀναθάρσησις < ἀναθαρσῶ και ο τ. αναθάρρηση (-ις) < ἀναθαρρῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναθάρρηση — η ξαναπόκτηση θάρρους: Η αναθάρρησή μας όμως δεν κράτησε πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναθαρρήσῃ — ἀναθαρσέω regain courage aor subj mid 2nd sg (attic) ἀναθαρσέω regain courage aor subj act 3rd sg (attic) ἀναθαρσέω regain courage fut ind mid 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναθάρρυνση — η αναθάρρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθαρρύνω. Η. λ μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
αναθάρσησις — ἀναθάρσησις ( έως), η (ΑΜ) [ἀναθαρσῶ] βλ. αναθάρρηση … Dictionary of Greek
αναθαρρώ — ( έω) (Α ἀναθαρρῶ και θαρσώ) ξαναπαίρνω θάρρος, εμψυχώνομαι αρχ. δίνω θάρρος, ενθαρρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θαρρῶ, θαρσῶ. ΠΑΡ. αναθάρρηση( ις) αρχ. μσν. ἀνα θάρσησις] … Dictionary of Greek
ξεθάρρεμα — το [ξεθαρρεύω] 1. το αποτέλεσμα τού ξεθαρρεύω, ανάκτηση θάρρους, αναθάρρηση 2. αποθράσυνση … Dictionary of Greek
χίδρον — και χῖδρον, τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ χῑδρα χοντροαλεσμένο ή χοντροκοπανισμένο σιτάρι, το πλιγούρι, καθώς και το φαγητό που παρασκευάζεται από αυτό («χῑδρα φαγὼν ἀναθαρρήσῃ καὶ στεμφύλῳ εἰς λόγον ἔλθη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη … Dictionary of Greek
αναπτέρωση — η αναθάρρηση, εμψύχωση: Η αναπτέρωση του ηθικού του πληθυσμού οφειλόταν και στις νίκες στο μέτωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)